Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

gathering coal


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο gathering παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: coal
Σε αυτή τη σελίδα: gathering, gather

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
gathering n (meeting)συγκέντρωση ουσ θηλ
  συνάθροιση ουσ θηλ
 There was a gathering at the town hall to discuss the building plans.
 Έγινε μια συγκέντρωση στο δημαρχείο για να συζητηθούν τα σχέδια ανοικοδόμησης.
gathering n (act of collecting or harvesting)συγκομιδή ουσ θηλ
  συλλογή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μάζεμα ουσ ουδ
 The gathering of the apples from the orchard took all day.
gathering n (party)συγκέντρωση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μάζωξη ουσ θηλ
 We're having a small gathering on Friday, if you'd like to come along.
 Θα κάνουμε μια μικρή μάζωξη την Παρασκευή άμα θέλεις να έρθεις.
gathering n (group or assembly of people)οι συγκεντρωμένοι φρ ως ουσ αρσ πλ
  ο κόσμος φρ ως ουσ αρσ
  (θρησκευτική συγκέντρωση)ποίμνιο ουσ ουδ
 The priest ended the prayer and the gathering murmured "Amen."
 Ο ιερέας τελείωσε την προσευχή και το ποίμνιο μουρμούρησε «Αμήν».
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
gather [sth] vtr (collect)μαζεύω ρ μ
  (επίσημο)συλλέγω ρ μ
  συγκεντρώνω ρ μ
 She gathered some shells as souvenirs of the vacation.
 Μάζεψε μερικά κοχύλια ως ενθύμιο των διακοπών της.
 Συνέλεξε μερικά κοχύλια ως ενθύμιο των διακοπών της.
gather [sth] vtr (accumulate)μαζεύω ρ μ
  συγκεντρώνω ρ μ
 We gathered the leaves in piles.
 Μαζέψαμε τα φύλλα σε σωρούς.
gather [sth] vtr (information: collate)συλλέγω, συγκεντρώνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μαζεύω ρ μ
 Intelligence agencies are gathering more and more information on our online activities.
 Οι υπηρεσίες πληροφοριών συλλέγουν όλο και περισσότερα δεδομένα για τις διαδικτυακές μας δραστηριότητες.
gather [sth] vtr (fruit, flowers: pick)μαζεύω ρ μ
  (μεταφορικά)κόβω ρ μ
 I gathered a few wild strawberries to eat.
 Έκοψα μερικές άγριες φράουλες για να φάω.
gather [sth] vtr (crops: harvest)μαζεύω ρ μ
 They gathered the potatoes by hand.
 Μάζεψαν τις πατάτες με το χέρι.
gather [sth] vtr (understand)αντιλαμβάνομαι ρ μ
  καταλαβαίνω ρ μ
  συμπεραίνω ρ μ
 I gather you're not interested in going out tonight.
 Καταλαβαίνω ότι δεν θέλεις να βγεις απόψε.
gather vi (assemble)μαζεύομαι ρ αμ
  συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι ρ αμ
  (καθομ, λογοτεχνία)συνάζομαι ρ αμ
 The people gathered for the ceremony.
 Ο κόσμος συγκεντρώθηκε για την τελετή.
gather that vtr (understand) (ότι, πως)αντιλαμβάνομαι ρ μ
  καταλαβαίνω ρ μ
  συμπεραίνω ρ μ
 I gather that you've decided to resign from your post.
 Αντιλαμβάνομαι ότι αποφάσισες να παραιτηθείς από τη θέση σου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
gather vi (accumulate)μαζεύομαι ρ αμ
  συγκεντρώνομαι, συσσωρεύομαι ρ αμ
 You could see the clouds gathering before the storm.
gather [sb/sth] vtr (assemble)μαζεύω ρ μ
  συγκεντρώνω ρ μ
  (επίσημο)συναθροίζω ρ μ
  (λογοτεχνία)συνάζω ρ μ
Σχόλιο: Χρησιμοποιείται σύχνα η παθητική φωνή: μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι.
 Gather the people together so we can begin the musical program.
 Μάζεψε τους, για να αρχίσουμε το μουσικό πρόγραμμα.
 Συγκέντρωσε τους, για να αρχίσουμε το μουσικό πρόγραμμα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης.Τα μέλη του κόμματος συναθροίστηκαν, για να παρακολουθήσουν την ομιλία.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όλα τα ξωτικά συνάχτηκαν στο δάσος.
gather [sb] vtr (embrace)αγκαλιάζω ρ μ
 Gather your children close to you.
gather [sth] vtr often passive (fabric: pull together)μαζεύω ρ μ
  σουρώνω ρ μ
 She gathered the fabric at the waistband.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
gather | gathering
ΑγγλικάΕλληνικά
gather round,
US: gather around
vi phrasal
(congregate)συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι ρ αμ
 Gather round everybody! Richard has something to say!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
gathering | gather
ΑγγλικάΕλληνικά
gathering place n (place to get together)τόπος συγκέντρωσης φρ ως ουσ αρσ
  σημείο συγκέντρωσης φρ ως ουσ αρσ
 The market square was a gathering place for local people every Saturday.
intelligence gathering n (espionage, collecting secret information) (αντικατασκοπεία)συλλογή πληροφοριών περίφρ
social gathering n (party, get-together)συγκέντρωση ουσ θηλ
 Sue is a shy person who often feels uncomfortable at social gatherings.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση gathering coal στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «gathering coal».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!